- οβελισκολύχνιον
- ὀβελισκολύχνιον, τὸ (Α)οβελός, ράβδος, που χρησίμευε για να κρεμούν τον λύχνο, ένα είδος λυχνοστάτη που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι στρατιώτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίσκος + λυχνίον]. '
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀβελισκολύχνιον — spit used as a lampholder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελισκολυχνίου — ὀβελισκολύχνιον spit used as a lampholder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελισκολύχνια — ὀβελισκολύχνιον spit used as a lampholder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)